- γεράνου
- γερά̱νου , γέρανοςcranemasc/fem gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γερανός — I (Ζωολ.). Γένος μακροτάρσων πτηνών της οικογένειας των γερανιδών. Στην Ευρώπη είναι γνωστός ο γ. ο τεφρός με ύψος περίπου 1,50 μ. και άνοιγμα πτερύγων περίπου 2,50 μ. Το σώμα του στηρίζεται σε δύο μακριά και λεπτά πόδια, που καταλήγουν σε… … Dictionary of Greek
γεώτρηση — Μέθοδος διάτρησης του εδάφους, μερικές φορές σε σημαντικό βάθος, που πραγματοποιείται με τη διάνοιξη οπών σχετικά μικρής διαμέτρου (μέγιστο 60 εκ.). Ο κύριος σκοπός της γ. είναι η έρευνα του υπεδάφους είτε για την εξακρίβωση της γεωλογικής… … Dictionary of Greek
Ινδός — I (Indus). Ποταμός (3.060 χλμ.) της νότιας Ασίας, ένας από τους σημαντικότερους της περιοχής αυτής. Πηγάζει από τα όρη Κάιλας των θιβετιανών Ιμαλαΐων, κοντά στο Σένγκε. Αρχικά κατέρχεται προς τα ΒΔ, διασχίζοντας το ινδικό κρατίδιο Τζάμου Κασμίρ,… … Dictionary of Greek
αερανός — ο ονομασία στον Πόντο τού αρχαίου χορού γέρανος, που συνεχίστηκε να χορεύεται καθ’ όλη τη διάρκεια τής Βυζαντινής αυτοκρατορίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. τ. γέρανος «είδος χορού που μιμούνταν τις κινήσεις τού γερανού», με ανάπτυξη προθεματ. ἀ και… … Dictionary of Greek
γλύπτης — (Sculptor) (Αστρον.).Αστερισμός του νότιου ημισφαιρίου του ουρανού, ανάμεσα στους αστερισμούς του Κήτους, του Υδροχόου, του Νοτίου Ιχθύος, του Γερανού, του Φοίνικα και του Κλίβανου. Στον Γ. βρίσκεται ο νότιος πόλος του Γαλαξία. Ο αστερισμός… … Dictionary of Greek
καρχήσιο — το (Α καρχήσιον και δωρ. τ. καρχάσιον) το άνω άκρο τού ιστού τών ιστιοφόρων πλοίων αρχ. 1. είδος επιμήκους ποτηριού, κυπέλλου με δύο λαβές που εκτείνονταν από τα χείλη μέχρι τη βάση του, το οποίο αναφέρεται από πολλούς αρχαίους συγγραφείς ως… … Dictionary of Greek
καταστροφή — η (AM καταστροφή) [καταστρέφω] παντελής φθορά, εξολόθρευση, αφανισμός, όλεθρος, εξόντωση νεοελλ. συμφορά, μεγάλη ζημιά, μεγάλο δυστύχημα («έπαθε μεγάλη καταστροφή, κάηκε το σπίτι του») αρχ. 1. ανατροπή, κατάλυση, φθορά («καταστροφαὶ νέων θεσμίων» … Dictionary of Greek
κεραία — I (Ζωολ.). Αρθρωτό εξάρτημα, με το οποίο είναι εφοδιασμένο το κεφάλι των εντόμων, των μυριαπόδων και των καρκινοειδών. Τα τελευταία φέρουν δύο ζεύγη κ., οι οποίες είναι δισχιδείς, ενώ οι δύο πρώτες ομάδες έχουν μόνο ένα ζεύγος μονοσχιδών κ. Είναι … Dictionary of Greek
κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… … Dictionary of Greek
σφενδόνη — η, ΝΜΑ και σφεντόνα Ν, και δωρ. τ. σφενδόνα Α 1. εκηβόλο όπλο που εκτοξεύει λίθινα ή μεταλλικά βλήματα σφαιροειδούς μορφής και αποτελείται από κεντρικό εύκαμπτο τεμάχιο, προσαρμοσμένο σε δύο ιμάντες 2. η οπή ή το κοίλωμα τού δαχτυλιδιού όπου… … Dictionary of Greek